- ελλανοδικία
- η (Μ ἑλλανοδικία)το αξίωμα και το έργο τών ελλανοδικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελλανοδικία — η το αξίωμα και το έργο του ελλανοδίκη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλανόδικος — η, ο που ασκεί ελλανοδικία (βλ. λ.): Ελλανόδικη επιτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)